φυκίων

φυκίων
φύκιον
orchil
neut gen pl
φῡκίων , φύκιος
god of sea-wrack
masc gen pl
φῡκίων , φῦκος
seaweed
neut gen pl (doric)
φυκίον
orchil
neut gen pl
φῡκίων , φυκίον
orchil
neut gen pl
φυκιόω
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
φυκιόω
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμβίωση — Ιδιαίτερη μορφή σχέσης μεταξύ δύο ή περισσότερων ζωικών ή φυτικών οργανισμών που ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Η σ. λέγεται αμοιβαία όταν αποβαίνει σε όφελος διάφορων συμβιούντων ατόμων, που αλληλοβοηθούνται· αντίθετα λέγεται ανταγωνιστική όταν… …   Dictionary of Greek

  • δεσμιδιίδες — (desmidiidae).Οικογένεια μονοκυττάρων φυκιών. Είναι πράσινα, μικροσκοπικά και ζουν σε διαυγή και λιμνάζοντα γλυκά νερά. Η μεμβράνη τους αποτελείται από δύο βαλβίδες, από τις οποίες εκκρίνουν συνήθως μια βλεννώδη ουσία. Οι δ. είναι ελεύθερα… …   Dictionary of Greek

  • Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer …   Deutsch Wikipedia

  • ζελατίνη — Κολλοειδές προϊόν μαλακής σύστασης. Όταν θερμανθεί μετατρέπεται σε ιξώδες υγρό και όταν διαδοχικά ψυχθεί, επανέρχεται στην κατάσταση της στερεάς μάζας. Υπάρχουν ζ. ζωικές και φυτικές ανάλογα με την προέλευσή τους. Οι πρώτες παρασκευάζονται από… …   Dictionary of Greek

  • φύκη — Χλωροφυλλούχα φυτά, που ζουν στα γλυκά, υφάλμυρα ή θαλάσσια νερά και δεν έχουν άνθη, ρίζες, φύλλα και βλαστούς με τη γνωστή, χαρακτηριστική μορφή. Υπάγονται στα θαλλόφυτα (κρυπτόγαμα). Υπάρχουν φ. γιγάντια, των οποίων ο βλαστόμορφος θαλλός αποκτά …   Dictionary of Greek

  • αλάκαρο — Γένος ακάρεων της οικογένειας των αλακαριδών. Το σχήμα του σώματός τους είναι ωοειδές, με ρύγχος που μοιάζει με προβοσκίδα η οποία καταλήγει σε ευδιάκριτο εσωτερικό χείλος. Η ράχη και η κοιλιά τους καλύπτονται από λείες πλάκες που συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • αλαρία — Θαλασσινά φύκια της οικογένειας των λαμιναριδών. Η λεγόμενη α. η εδώδιμη βρίσκεται στους βραχώδεις βυθούς και φέρει μακριές και πυκνές διακλαδώσεις. Το είδος αυτό φυκιών συλλέγεται κυρίως στις ακτές της Μάγχης και χρησιμοποιείται ως τροφή …   Dictionary of Greek

  • αμανσία — (amansia).Χλωροφυλλούχο θαλλόφυτο, κρυπτογαμικό φυτό, που συναντάται στις θάλασσες της Ινδίας. Τα φυτά του είδους είναι φύκια, που εκτός από τα θαλασσινά νερά τα συναντούμε και στις βραχώδεις παραλίες, στηριγμένα επάνω στους βράχους. Πολλά είδη… …   Dictionary of Greek

  • ανθηρίδιο — Αρσενικό όργανο πολλαπλασιασμού (το αντίστοιχο θηλυκό λέγεται αρχεγόνιο) των πτεριδόφυτων (φτέρες, εκουίζετα κλπ.), των βρυόφυτων (βρύα και ηπατικά) και των ανώτερων μυκήτων και φυκιών. Μέσα στο α., που αποτελεί τμήμα του γαμετόφυτου,… …   Dictionary of Greek

  • γλοιόκαψα — Γένος φυκιών, που περιλαμβάνει πολύ μικροσκοπικά φύκια. Οι γ. αποτελούνται από κύτταρα με παχιά μεμβράνη. Ενώνονται μεταξύ τους με μια γλοιώδη ζελατινοειδή ουσία, σχηματίζοντας αποικίες. Το κυριότερο είδος είναι η γ. η αιματόχρους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”